κουφόλιθος

κουφόλιθος
κουφολιθος
talc
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουφόλιθος — Ορυκτό πολυπυριτικό άλας της ομάδας του ζωισίτου και του επιδότου, με χημικό τύπο H2Ca2Al2Si3O12. Κρυσταλλώνεται στην ημιμορφή του ρομβικού συστήματος, σε κρυστάλλους φακοειδείς ή πρισματικούς και βρίσκεται σε κελυφοειδή, νεφροειδή ή σφαιροειδή… …   Dictionary of Greek

  • κουφολίθου — κουφολιθος talc masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφολίθῳ — κουφολιθος talc masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφόλιθον — κουφολιθος talc masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”